- λαφυρεύω
- λᾰφῡρ-εύω,A plunder, LXX Ju.15.11; [suff] λᾰφῡρ-έω, Aq.Is.59.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαφυρεύω — (Α) [λάφυρον] λεηλατώ, διαγουμίζω, αρπάζω λάφυρα («καὶ ἐλαφύρευσεν πᾱς ὁ λαός... ἐφ ἡμέρας τριάκοντα», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ἐλαφύρευσεν — λαφυρεύω plunder aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυρώ — λαφυρῶ, έω (Α) [λάφυρον] λαφυρεύω* … Dictionary of Greek